- τειχοφύλαξ
- τειχοφύλαξone that has the guard of the wallsmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τειχοφύλαξ — ακος, ὁ, ΜΑ φρουρός τείχους αρχ. ως κύριο όν. Τειχοφύλαξ τοπικός ήρωας τής Κυρήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + φύλαξ, ακος] … Dictionary of Greek
τειχοφυλάκων — τειχοφύλαξ one that has the guard of the walls masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοφύλακας — τειχοφύλαξ one that has the guard of the walls masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοφύλακες — τειχοφύλαξ one that has the guard of the walls masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοφύλαξι — τειχοφύλαξ one that has the guard of the walls masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοφύλαξιν — τειχοφύλαξ one that has the guard of the walls masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχοφυλακώ — έω, Α [τειχοφύλαξ, ακος] φρουρώ τα τείχη … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ՊԱՐՍՊԱՊԱՀ — ( ) NBH 2 0641 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. τειχοφύλαξ murorum custos. Պահապան պարսպաց. *Որ զօրք պարսպապահք ʼի վեր անդ կային. ՟Բ. Մակ. ՟Ծ. 36: *Յետ պարսպելոյն՝ հզօրագոյն մեղուն պահպանապետ եւ պարսպապահ կարգեալ լինի. Փիլ. լիւս.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)